Δημοσίευμα

Η Ελλάδα με τα μάτια του Αλμπέρ Καμύ - Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ για το «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» - fractalart.gr

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ για το «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» του Δημήτρη Στεφανάκη (Εκδ. Ψυχογιός, 2014) - fractalart.gr
Η Ελλάδα με τα μάτια του Αλμπέρ Καμύ - Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ για το «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» - fractalart.gr

Ο Δημήτρης Στεφανάκης πιάνει ένα θέμα που για την Ελλάδα ανήκει στα must και με μότο μια φράση του Καμύ κάνει είσοδο επεισοδιακή - «Η Μεσόγειος που μας περιβάλλει με χαμόγελα, ήλιο και θάλασσα μας δίνει ένα μάθημα». Και, βέβαια, δεν είναι ανάγκη να θυμίσουμε πόσοι είναι οι ποιητές και συγγραφείς που έχουν υμνήσει  το φως και τη θαμπωτική θάλασσα που περιβάλλει τα νησιά μας.

Ας μην ξεχνάμε κι εκείνον τον Ζακ Λακαρριέρ που είχε στολίσει τον κήπο του στη Γαλλία σαν να ήταν κήπος ελληνικός και να μην ξεχάσουμε τη φράση του ότι τα νησιά μας είναι σμαράγδια που έσπειρε στη θάλασσα ο θεός από ψηλά.

Ο Στεφανάκης λέει πως τα κείμενά του «ξεπήδησαν από τα εφηβικά του καλοκαίρια» και ότι στη δεκαετία του ’80 αντίκρισε την «παράσταση του φωτός» για την οποία μιλούσε ο Αλμπέρ Καμύ και αφορούσε το πέρασμα Δήλου - Μυκόνου. Οι εντυπώσεις εκείνης της περιόδου διαπερνούν τα κείμενά του και τα διαποτίζουν με την υπέρτατη αξία, την ύλη αυτήν καθεαυτήν, και με ό,τι οι σοφοί των αιώνων έχουν καταγράψει για τον εξαιρετικό αυτό χώρο που λέγεται Μεσόγειος.

Κάπου εκεί, λοιπόν, στη Μύκονο, μέσα από το νερό, αναδύθηκε το φως κι έκανε τα σπίτια να μοιάζουν με γλαροπούλια. Κάπου εκεί στο πέρασμα που προαναφέραμε, τον Μάιο του ’55, ο Καμύ  δούλευε μια ιδέα για το μυθιστόρημα με τίτλο Ο πρώτος άνθρωπος και τον Ιούνιο του ’58, και εδώ είναι το ζουμί, ταξίδεψε  με το πλοίο Φαντασία, με την Ζανίν και τον Μισέλ Γκαλιμάρ (τον γνωστό Γάλλο εκδότη) και την τότε αγαπημένη του, ηθοποιό Μαρία Καζαρές,  στα  ελληνικά νησιά. Όμως ο θάνατος, τον Ιανουάριο του 1960, διέκοψε τη συγγραφή. Τώρα, στο τέλος του εικοστού αιώνα, σαν να ξυπνά από ύπνο πενήντα χρόνων, σαν να βγαίνει από όνειρο, έρχεται για να επαναλάβει την εμπειρία που είχε τότε και, σύμφωνα με την επιθυμία της ωραίας δημοσιογράφου Αριάδνης, για να ολοκληρώσει ό,τι δεν πρόλαβε.

Αποβιβάζεται από τη Φαντασία στην αγνώριστη, πλέον, Μύκονο αλλά κάνει πως δεν βλέπει. Είναι ο ίδιος άνθρωπος,  ιδιότροπος, δύστροπος με τον κόσμο που τον αντιμετωπίζει ως σπουδαίο νομπελίστα, σαν να μην είναι άνθρωπος κανονικός, αλλά ένα υπερβατικό ον (ένας «ιππόγρυπας» που θα έλεγε και ο Σεφέρης). Τον ταλαιπωρεί και  η φυματίωση. Όμως το πρώτο που έκανε, μόλις πάτησε στεριά, ήταν να μπει στη θάλασσα  που «διείσδυε μέσα της σχεδόν με την ορμή του στερημένου εραστή» (είναι και αθλητής στο είδος). Απολαμβάνει την άμμο και τη θάλασσα, κουβαλάει στις αποσκευές του μεταφράσεις Αισχύλου και Επίκτητου, σχολιάζει τα μηνύματα στα κινητά, συγκρίνει με τη δική του καλογραμμένη αλληλογραφία με τον Ρενέ Σαρ και Ζαν Γκρενιέ που ήδη έχει δημοσιευτεί. Γενικά αισθάνεται «επαρχιώτης»: «σ’ αυτή την πρωτεύουσα του χρόνου… Όμως η εξέλιξη, με τα καλά και τα κακά της, είναι μαζί με το θάνατο ένας δίκαιος τρόπος διαδοχής των γενεών πάνω στη Γη».

Ο Στεφανάκης στήνει με μεγάλη αληθοφάνεια τον Καμύ στη Μύκονο, πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του και, μέσα στη δική του ζωντανή και ενδιαφέρουσα μυθιστορηματική αφήγηση, παρεμβάλλει σελίδες από τα κείμενα εκείνου. Έτσι έχουμε δύο Καμύ· τον κατευθείαν ερχόμενο από τα γραπτά του και τον μεταπλασμένο από τον Στεφανάκη, αλλά πάλι από τα γραπτά του, κλωνοποιημένο μεν, αυθεντικά δοσμένο δε. Κι έτσι το βιβλίο ξαναστήνει το μύθο του  μεγάλου Γάλλου στοχαστή, στις Κυκλάδες, που «περιστρέφονται αργά γύρω από τη Δήλο, πάνω στην εκθαμβωτική θάλασσα με μια κίνηση που θυμίζει κάτι σαν ασάλευτο χορό. Αυτό το πεπερασμένο και απέραντο σύμπλεγμα μου φαίνεται πως είναι η καρδιά του κόσμου», γράφει. Συνεργός, ταγμένη στο έργο του Στεφανάκη είναι και η  Αριάδνη, ο αδελφός της κι ένας φίλος. Συνεπικουρούντες δορυφόροι, η σπιτονοικοκυρά, η ανιψιά, ο σύζυγος, οι απλοί άνθρωποι, οι ψαράδες που ξεψαρίζουν. Όλοι αυτοί υλικό για μυθιστόρημα. Και ο φιλόσοφος είναι ένας απλός άνθρωπος, που προτιμά το ποδόσφαιρο από το θέατρο γιατί το ποδόσφαιρο μας «μαθαίνει, αν μη τι άλλο, πως η μπάλα δε σου έρχεται ποτέ από κει που την περιμένεις, κάτι που είναι πολύ χρήσιμο για τη ζωή μας». Να αναρωτηθούμε αν αυτό έχει σχέση με τη φυματίωση που τελικά δεν ευθύνεται για το θάνατό του, αλλά το τροχαίο; Ίσως. Παρατηρεί «το τρέξιμο των νέων στις πλαζ της Μεσογείου και τις υπέροχες κινήσεις των αθλητών της Δήλου». Ακούει την ομηρική παραφυάδα στη γλώσσα που ζει και αυτή μέσα στην τουριστική πολυγλωσσία.

Δημήτρης Στεφανάκης

Εν ολίγοις,  ο Στεφανάκης, επαναφέροντας τον Καμύ  στη ζωή, μας δίνει την ευκαιρία να ξανακούσουμε τις απόψεις του για τον Νίτσε και τη Γέννηση της τραγωδίας, για το απολλώνιο φως της αγνότητας πρέπει που πρέπει να αναμιχθεί με τον διονυσιακό ζόφο και για το ότι η Μύκονος, απέναντι από τη Δήλο, είναι ο ιδανικός τόπος για ένα τέτοιο πάντρεμα. Επομένως, ο Καμύ, μεταμορφώνεται σε Ζορμπά (ερήμην του Καζαντζάκη), χορεύει, πίνει, τραγουδάει, κάνει έρωτα με άλλη παρτενέρ κάθε νύχτα. Μιλάει για το χρόνο. Θυμάται την εκτέλεση του Περί από τους Ναζί το ’41, την πολεμική των γραπτών του από τον Σαρτρ, το χαστούκι του εφημέριου στο κατηχητικό, το βραβείο Νομπέλ, τον αγαπημένο του δάσκαλο τον Ζερμαίν, τις δυο συζύγους του… «μια δεξαμενή αναμνήσεων» από όπου αντλεί υλικό για τα έργα του. Κάνει σχόλια για τον «πορσελάνινο λόγο» του Προυστ, τον προχειρογραμμένο του Μπαλζάκ αλλά με περισσότερη ανθρωπιά, τις αριστοτεχνικές φράσεις του Σταντάλ, που όμως άσκησε ένα είδος φιλολογικής τρομοκρατίας στις νεότερες γενιές, ενώ ο Πρώτος άνθρωπος είναι το έπος της φτώχιας, γεμάτο ιδανικά και αξίες.

Στη Μηχανή του χρόνου του Ουέλς, την οποία αναφέρει ο συγγραφέας, εκείνο που συμπεραίνεται είναι πως η μετακίνηση στο χρόνο δεν έχει και μεγάλη σημασία, αφού δεν μπορούμε να επέμβουμε για να προλάβουμε κάτι. Ο Καμύ αγαπά το ελληνικό καλοκαίρι και ζητά να μάθει να το συλλαβίζει στα ελληνικά, και το μαθαίνει. Το συλλάβισμά του -«Κα-λο-καί-ρι»- συνιστά μακρύ, χειμαρρώδη κατάλογο, εγκώμιο στην Ελλάδα και το φως, τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό της.

Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι αριστουργηματικές με όλους τους συνομιλητές σαν  σε στρογγυλή τράπεζα να κάνουν την σύνοψη της πνευματικής κίνησης του αιώνα στην Ευρώπη, βάζοντας τα πρόσωπα και τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Κι έρχεται το Φθινόπωρο και το σούρουπο και ο Καμύ, με ελληνικό τρόπο, πάνω στο πλοίο της γραμμής, ξαναφεύγει για τη χώρα του ζόφου από όπου ήρθε. Η ιδέα του Στεφανάκη είναι σκανδαλιστική, ερεθιστική, πρωτότυπη, ευφυής και άριστη στη διαπραγμάτευσή της.

ΠΗΓΗ: https://www.fractalart.gr/syllavizontas-to-kalokairi/

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...